παρακέλομαι

παρακέλομαι
παρακέλομαι,
A call upon,

τὰς . . παρεκέκλετ' ἀοιδαῖς A.R.4.1668

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακέλομαι — Α επικαλούμαι, ικετεύω («τὰς γουναζομένη... παρεκέκλετ ἀοιδαῑς», Απόλλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κέλομαι «παρακινώ, προτρέπω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”